- ᾄσματος
- ἄεισμαneut gen sgᾆσμαsongneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄσματος — ἄσμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκβρασμα — άσματος, τὸ, Α μτφ. ακάθαρτος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκβρασμα] … Dictionary of Greek
περίπλασμα — άσματος, το, ΝΜΑ [περιπλάσσω] νεοελλ. βιολ. λεπτό περιφερειακό στρώμα τού κυτταροπλάσματος τού αβγού τών εντόμων που διακρίνεται από το κεντρικό ωόπλασμα μσν. αλοιφή, επίχρισμα («τὸ ἐκ ψιμυθίου περίπλασμα», Ευστ.) αρχ. μτφ. το ανθρώπινο σώμα («μὴ … Dictionary of Greek
προπαρασκεύασμα — άσματος, τὸ, Α [προπαρασκευάζω] προετοιμασία … Dictionary of Greek
προσκέπασμα — άσματος, τὸ, Α 1. προκάλυμμα 2. προφυλακτικό σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκέπασμα] … Dictionary of Greek
προσκίασμα — άσματος, τὸ, Μ 1. σκέπασμα, κάλυμμα για σκιά 2. μτφ. πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκίασμα] … Dictionary of Greek
προφοίβασμα — άσματος, τό, Α [προφοιβάζω] χρησμός, προφητεία … Dictionary of Greek
πρόνοιασμα — άσματος, τὸ, Μ [προνοιάζω] η παραχώρηση βυζαντινής πρόνοιας, τιμαρίου («κι ἂν κάμῃ χρεία προνοιάσματα ἢ εὐεργεσίες νὰ ποιήσῃς», Χρον. Μoρ.) … Dictionary of Greek
πρόπασμα — άσματος, τὸ, Α θεραπευτική αλοιφή ή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάσμα (στην ιατρ.) «ειδική σκόνη» (< πάσσω «πασπαλίζω»)] … Dictionary of Greek
πύκασμα — άσματος, τὸ, Α [πυκάζω] οτιδήποτε είναι πυκνό ή καλυμμένο … Dictionary of Greek